Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
View word page
λευκόν
(subst.) eggwhite, white of the eye, white dress,..
ShortDef
(subst.) eggwhite, white of the eye, white dress,..
Debugging
Headword:
λευκόν
Headword (normalized):
λευκόν
Headword (normalized/stripped):
λευκον
IDX:
52759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52760
Key:
Data
{'content': '(subst.) eggwhite, white of the eye, white dress,..'}