Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
View word page
λευκόμαλλος
with white wool

ShortDef

with white wool

Debugging

Headword:
λευκόμαλλος
Headword (normalized):
λευκόμαλλος
Headword (normalized/stripped):
λευκομαλλος
IDX:
52753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52754
Key:

Data

{'content': 'with white wool'}