Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
View word page
λευκόλοφος
white-crested
ShortDef
white-crested
Debugging
Headword:
λευκόλοφος
Headword (normalized):
λευκόλοφος
Headword (normalized/stripped):
λευκολοφος
IDX:
52751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52752
Key:
Data
{'content': 'white-crested'}