Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
View word page
Λεύκολλος
Lucullus
ShortDef
Lucullus
Debugging
Headword:
Λεύκολλος
Headword (normalized):
λεύκολλος
Headword (normalized/stripped):
λευκολλος
IDX:
52749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52750
Key:
Data
{'content': 'Lucullus'}