Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
View word page
Λεύκολλα
Leucolla
ShortDef
Leucolla
Debugging
Headword:
Λεύκολλα
Headword (normalized):
λεύκολλα
Headword (normalized/stripped):
λευκολλα
IDX:
52748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52749
Key:
Data
{'content': 'Leucolla'}