Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
View word page
λευκόλινον
white flax

ShortDef

white flax

Debugging

Headword:
λευκόλινον
Headword (normalized):
λευκόλινον
Headword (normalized/stripped):
λευκολινον
IDX:
52747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52748
Key:

Data

{'content': 'white flax'}