Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοθώραξ
λευκοίκιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
View word page
λευκοκύμων
white with surf

ShortDef

white with surf

Debugging

Headword:
λευκοκύμων
Headword (normalized):
λευκοκύμων
Headword (normalized/stripped):
λευκοκυμων
IDX:
52745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52746
Key:

Data

{'content': 'white with surf'}