Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκοίκιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
View word page
λευκοκράμβη
white cabbage

ShortDef

white cabbage

Debugging

Headword:
λευκοκράμβη
Headword (normalized):
λευκοκράμβη
Headword (normalized/stripped):
λευκοκραμβη
IDX:
52744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52745
Key:

Data

{'content': 'white cabbage'}