Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοθρᾳκία
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκοίκιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
View word page
λευκόκομος
white-haired

ShortDef

white-haired

Debugging

Headword:
λευκόκομος
Headword (normalized):
λευκόκομος
Headword (normalized/stripped):
λευκοκομος
IDX:
52743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52744
Key:

Data

{'content': 'white-haired'}