Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λευκοθέα
Λευκοθέη
λευκοθρᾳκία
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκοίκιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
Λεύκολλα
Λεύκολλος
λευκολόφας
λευκόλοφος
View word page
λευκόκηρος
made of white wax

ShortDef

made of white wax

Debugging

Headword:
λευκόκηρος
Headword (normalized):
λευκόκηρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοκηρος
IDX:
52741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52742
Key:

Data

{'content': 'made of white wax'}