Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδίφθερος
Λευκοθέα
Λευκοθέη
λευκοθρᾳκία
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκοίκιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
View word page
λευκόθριξ
white-haired, white

ShortDef

white-haired, white

Debugging

Headword:
λευκόθριξ
Headword (normalized):
λευκόθριξ
Headword (normalized/stripped):
λευκοθριξ
IDX:
52734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52735
Key:

Data

{'content': 'white-haired, white'}