Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδίφθερος
Λευκοθέα
Λευκοθέη
λευκοθρᾳκία
λευκόθριξ
λευκοθώραξ
λευκοίκιον
View word page
λευκογραφέω
to paint in white

ShortDef

to paint in white

Debugging

Headword:
λευκογραφέω
Headword (normalized):
λευκογραφέω
Headword (normalized/stripped):
λευκογραφεω
IDX:
52726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52727
Key:

Data

{'content': 'to paint in white'}