Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδίφθερος
Λευκοθέα
Λευκοθέη
View word page
λεύκιππος
riding
ShortDef
Leucippus
riding
Debugging
Headword:
λεύκιππος
Headword (normalized):
λεύκιππος
Headword (normalized/stripped):
λευκιππος
IDX:
52722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52723
Key:
Data
{'content': 'riding'}