Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδίφθερος
Λευκοθέα
View word page
Λεύκιππος
Leucippus

ShortDef

Leucippus
riding

Debugging

Headword:
Λεύκιππος
Headword (normalized):
λεύκιππος
Headword (normalized/stripped):
λευκιππος
IDX:
52721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52722
Key:

Data

{'content': 'Leucippus'}