Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
View word page
λεύκινος
of white poplar
ShortDef
of white poplar
Debugging
Headword:
λεύκινος
Headword (normalized):
λεύκινος
Headword (normalized/stripped):
λευκινος
IDX:
52717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52718
Key:
Data
{'content': 'of white poplar'}