Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
View word page
λευκήρης
white, blanched

ShortDef

white, blanched

Debugging

Headword:
λευκήρης
Headword (normalized):
λευκήρης
Headword (normalized/stripped):
λευκηρης
IDX:
52716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52717
Key:

Data

{'content': 'white, blanched'}