Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκοβραχίων
λευκόγειος
View word page
λευκήρετμος
with white oars

ShortDef

with white oars

Debugging

Headword:
λευκήρετμος
Headword (normalized):
λευκήρετμος
Headword (normalized/stripped):
λευκηρετμος
IDX:
52715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52716
Key:

Data

{'content': 'with white oars'}