Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκοβραχίων
View word page
λευκήπειρος
with white soil

ShortDef

with white soil

Debugging

Headword:
λευκήπειρος
Headword (normalized):
λευκήπειρος
Headword (normalized/stripped):
λευκηπειρος
IDX:
52714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52715
Key:

Data

{'content': 'with white soil'}