Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
Λεύκιππος
λεύκιππος
λευκίσκος
View word page
λευκηπατίας
white-livered
ShortDef
white-livered
Debugging
Headword:
λευκηπατίας
Headword (normalized):
λευκηπατίας
Headword (normalized/stripped):
λευκηπατιας
IDX:
52713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52714
Key:
Data
{'content': 'white-livered'}