Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
Λευκίππη
Λευκιππίδες
View word page
Λευκή
Leuce

ShortDef

Leuce

Debugging

Headword:
Λευκή
Headword (normalized):
λευκή
Headword (normalized/stripped):
λευκη
IDX:
52710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52711
Key:

Data

{'content': 'Leuce'}