Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
Λεύκιος
View word page
λευκέρυθρος
whitish red

ShortDef

whitish red

Debugging

Headword:
λευκέρυθρος
Headword (normalized):
λευκέρυθρος
Headword (normalized/stripped):
λευκερυθρος
IDX:
52708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52709
Key:

Data

{'content': 'whitish red'}