Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
λεύκινος
View word page
λευκερινεός
white fig-tree

ShortDef

white fig-tree

Debugging

Headword:
λευκερινεός
Headword (normalized):
λευκερινεός
Headword (normalized/stripped):
λευκερινεος
IDX:
52707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52708
Key:

Data

{'content': 'white fig-tree'}