Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
Λευκή
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
View word page
λεύκασπις
white-shielded
ShortDef
white-shielded
Debugging
Headword:
λεύκασπις
Headword (normalized):
λεύκασπις
Headword (normalized/stripped):
λευκασπις
IDX:
52704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52705
Key:
Data
{'content': 'white-shielded'}