Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
View word page
λευκαντής
one who makes

ShortDef

one who makes

Debugging

Headword:
λευκαντής
Headword (normalized):
λευκαντής
Headword (normalized/stripped):
λευκαντης
IDX:
52699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52700
Key:

Data

{'content': 'one who makes'}