Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
View word page
ἀγκυροβολέω
secure by throwing an anchor: hook fast in, fasten securely

ShortDef

secure by throwing an anchor: hook fast in, fasten securely

Debugging

Headword:
ἀγκυροβολέω
Headword (normalized):
ἀγκυροβολέω
Headword (normalized/stripped):
αγκυροβολεω
IDX:
526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-527
Key:

Data

{'content': 'secure by throwing an anchor: hook fast in, fasten securely'}