Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκερινεός
View word page
λεύκανσις
a growing white
ShortDef
a growing white
Debugging
Headword:
λεύκανσις
Headword (normalized):
λεύκανσις
Headword (normalized/stripped):
λευκανσις
IDX:
52697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52698
Key:
Data
{'content': 'a growing white'}