Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
λευκαυγής
View word page
λευκανθίζω
to have white blossoms

ShortDef

to have white blossoms

Debugging

Headword:
λευκανθίζω
Headword (normalized):
λευκανθίζω
Headword (normalized/stripped):
λευκανθιζω
IDX:
52695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52696
Key:

Data

{'content': 'to have white blossoms'}