Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
λεύκασπις
View word page
λευκανθής
white-blossoming
ShortDef
white-blossoming
Debugging
Headword:
λευκανθής
Headword (normalized):
λευκανθής
Headword (normalized/stripped):
λευκανθης
IDX:
52694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52695
Key:
Data
{'content': 'white-blossoming'}