Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
Λευκάς
View word page
λευκάνθεμον
white-flower
ShortDef
white-flower
Debugging
Headword:
λευκάνθεμον
Headword (normalized):
λευκάνθεμον
Headword (normalized/stripped):
λευκανθεμον
IDX:
52693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52694
Key:
Data
{'content': 'white-flower'}