Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
View word page
λευκάλφιτος
rich in pearl-barley

ShortDef

rich in pearl-barley

Debugging

Headword:
λευκάλφιτος
Headword (normalized):
λευκάλφιτος
Headword (normalized/stripped):
λευκαλφιτος
IDX:
52691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52692
Key:

Data

{'content': 'rich in pearl-barley'}