Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
View word page
Λευκαῖος
of the white poplar

ShortDef

of the white poplar

Debugging

Headword:
Λευκαῖος
Headword (normalized):
λευκαῖος
Headword (normalized/stripped):
λευκαιος
IDX:
52689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52690
Key:

Data

{'content': 'of the white poplar'}