Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
λευκαντέον
View word page
λευκαίνω
to make white, whiten

ShortDef

to make white, whiten

Debugging

Headword:
λευκαίνω
Headword (normalized):
λευκαίνω
Headword (normalized/stripped):
λευκαινω
IDX:
52688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52689
Key:

Data

{'content': 'to make white, whiten'}