Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
λεύκανσις
View word page
λευκαία
of the white poplar

ShortDef

of the white poplar

Debugging

Headword:
λευκαία
Headword (normalized):
λευκαία
Headword (normalized/stripped):
λευκαια
IDX:
52687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52688
Key:

Data

{'content': 'of the white poplar'}