Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
Λευκανός
View word page
λευκαθίζω
to be white
ShortDef
to be white
Debugging
Headword:
λευκαθίζω
Headword (normalized):
λευκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
λευκαθιζω
IDX:
52686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52687
Key:
Data
{'content': 'to be white'}