Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
View word page
Λευίτης
Levi
ShortDef
Levi
Debugging
Headword:
Λευίτης
Headword (normalized):
λευίτης
Headword (normalized/stripped):
λευιτης
IDX:
52684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52685
Key:
Data
{'content': 'Levi'}