Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
View word page
λευγαλέος
in sad or sorry plight, wretched

ShortDef

in sad or sorry plight, wretched

Debugging

Headword:
λευγαλέος
Headword (normalized):
λευγαλέος
Headword (normalized/stripped):
λευγαλεος
IDX:
52683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52684
Key:

Data

{'content': 'in sad or sorry plight, wretched'}