Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
View word page
λεσχώδης
given to scandal

ShortDef

given to scandal

Debugging

Headword:
λεσχώδης
Headword (normalized):
λεσχώδης
Headword (normalized/stripped):
λεσχωδης
IDX:
52681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52682
Key:

Data

{'content': 'given to scandal'}