Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
Λευκαῖος
View word page
λεσχηνώτης
scholar, pupil
ShortDef
scholar, pupil
Debugging
Headword:
λεσχηνώτης
Headword (normalized):
λεσχηνώτης
Headword (normalized/stripped):
λεσχηνωτης
IDX:
52679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52680
Key:
Data
{'content': 'scholar, pupil'}