Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
View word page
λεσχηνόριος
guardian of the meetings in the λέσχαι (Apollo)
ShortDef
guardian of the meetings in the λέσχαι (Apollo)
Debugging
Headword:
λεσχηνόριος
Headword (normalized):
λεσχηνόριος
Headword (normalized/stripped):
λεσχηνοριος
IDX:
52678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52679
Key:
Data
{'content': 'guardian of the meetings in the λέσχαι (Apollo)'}