Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
λευκαία
View word page
λεσχηνεύω
to chat
ShortDef
to chat
Debugging
Headword:
λεσχηνεύω
Headword (normalized):
λεσχηνεύω
Headword (normalized/stripped):
λεσχηνευω
IDX:
52677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52678
Key:
Data
{'content': 'to chat'}