Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
λευκαθίζω
View word page
λεσχηνευτής
gossip, chatterer

ShortDef

gossip, chatterer

Debugging

Headword:
λεσχηνευτής
Headword (normalized):
λεσχηνευτής
Headword (normalized/stripped):
λεσχηνευτης
IDX:
52676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52677
Key:

Data

{'content': 'gossip, chatterer'}