Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λευγαλέος
Λευίτης
Λευκάδιος
View word page
λεσχηνεία
gossip
ShortDef
gossip
Debugging
Headword:
λεσχηνεία
Headword (normalized):
λεσχηνεία
Headword (normalized/stripped):
λεσχηνεια
IDX:
52675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52676
Key:
Data
{'content': 'gossip'}