Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
View word page
λέσχημα
gossip

ShortDef

gossip

Debugging

Headword:
λέσχημα
Headword (normalized):
λέσχημα
Headword (normalized/stripped):
λεσχημα
IDX:
52672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52673
Key:

Data

{'content': 'gossip'}