Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχολογία
View word page
λεσχάζω
to prate, chatter

ShortDef

to prate, chatter

Debugging

Headword:
λεσχάζω
Headword (normalized):
λεσχάζω
Headword (normalized/stripped):
λεσχαζω
IDX:
52670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52671
Key:

Data

{'content': 'to prate, chatter'}