Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
View word page
Λέσβος
Lesbos

ShortDef

Lesbos

Debugging

Headword:
Λέσβος
Headword (normalized):
λέσβος
Headword (normalized/stripped):
λεσβος
IDX:
52669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52670
Key:

Data

{'content': 'Lesbos'}