Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
View word page
Λέσβιος
Lesbian, of Lesbos
ShortDef
Lesbian, of Lesbos
Debugging
Headword:
Λέσβιος
Headword (normalized):
λέσβιος
Headword (normalized/stripped):
λεσβιος
IDX:
52666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52667
Key:
Data
{'content': 'Lesbian, of Lesbos'}