Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
View word page
Λέρος
Leros

ShortDef

Leros

Debugging

Headword:
Λέρος
Headword (normalized):
λέρος
Headword (normalized/stripped):
λερος
IDX:
52663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52664
Key:

Data

{'content': 'Leros'}