Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
λέσχη
View word page
Λέρνα
Lerna
ShortDef
Lerna
Debugging
Headword:
Λέρνα
Headword (normalized):
λέρνα
Headword (normalized/stripped):
λερνα
IDX:
52661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52662
Key:
Data
{'content': 'Lerna'}