Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
λεσχάζω
View word page
Λέριος
of the island of Leros

ShortDef

of the island of Leros

Debugging

Headword:
Λέριος
Headword (normalized):
λέριος
Headword (normalized/stripped):
λεριος
IDX:
52660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52661
Key:

Data

{'content': 'of the island of Leros'}