Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυσμός
λεπυρίζομαι
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέριος
Λέρνα
Λερναῖος
Λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λέσβιος
Λεσβίς
Λεσβόθεν
Λέσβος
View word page
λεπώδης
bare, windswept

ShortDef

bare, windswept

Debugging

Headword:
λεπώδης
Headword (normalized):
λεπώδης
Headword (normalized/stripped):
λεπωδης
IDX:
52659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52660
Key:

Data

{'content': 'bare, windswept'}